αλτρουισμός — ο ανιδιοτελής φροντίδα για τους άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruisme] … Dictionary of Greek
αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική … Dictionary of Greek
φιλαλληλία — η, ΝΜΑ [φιλάλληλος] η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός … Dictionary of Greek
Μάντεβιλ, Μπέρναρντ ντε- — (Bernard de Mandeville, Ντόρντρεχτ, Ρότερνταμ 1670 – Χάκνι, Λονδίνο 1733). Άγγλος γιατρός και φιλόσοφος ολλανδικής καταγωγής. Γεννήθηκε στο Ντόρντεχτ της Ολλανδίας και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Λέιντεν, απ’ όπου αποφοίτησε το 1691,… … Dictionary of Greek
Μπένθαμ, Τζέρεμι — (Jeremy Bentham, Λονδίνο 1748 – 1832). Άγγλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, θεωρητικός του ωφελιμισμού. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιδόθηκε στη δικηγορία, για να την εγκαταλείψει όμως γρήγορα, απογοητευμένος από… … Dictionary of Greek
φιλαλληλία — η 1. η αγάπη για τον πλησίον, το να αγαπάει ο ένας τον άλλο, ο αλτρουισμός. 2. η αυτοθυσία, η έλλειψη φιλαυτίας, η αυταπάρνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)